. Αναδημοσίευση απο την ''Αυγή'' Ημερομηνία δημοσίευσης: 30/04/2009
Συνέντευξη στον ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟ
Η οικονομική κρίση μεγαλώνει το ήδη υπέρογκο ποσοστό φτώχειας στους εργαζόμενους και διευρύνει τις ανισότητες στη χώρα μας, υποστηρίζει σε συνέντευξή του στην Αυγή ο αναπληρωτής καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γιάννης Κουζής.
Όπως σημειώνει, η πλήρης αποτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, που προωθήθηκε από τη δεκαετία του '90, επανέρχεται τώρα δριμύτερη (4ήμερη εργασία, απολύσεις, διαθεσιμότητες) με το άλλοθι της κρίσης, προκειμένου να προστατεύσει ακόμα και την ελάχιστη μείωση των κερδών των επιχειρήσεων, μετά από μακρά κερδοφόρα πορεία.
* Τους πρώτους 4 μήνες η οικονομική κρίση μεταφέρθηκε στην πραγματική οικονομία με οδυνηρές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Ποια είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή στη χώρα μας και πώς βλέπετε να εξελίσσεται;
Η κατάσταση, έτσι όπως διαμορφώνεται, είναι αποτέλεσμα των πρώτων συμπτωμάτων της κρίσης που οι κύριες συνέπειές της θα εκδηλωθούν προς το φθινόπωρο λόγω της ιδιαιτερότητας της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα εκδηλώσεις της οδηγούν στη γενικευμένη ανασφάλεια και στη σοβαρή επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων διογκώνοντας το φαινόμενο της νέας φτώχειας.
Άλλωστε, ήδη στα μέσα του προηγούμενου χρόνου και πριν από τις τελευταίες εξελίξεις, το ποσοστό των φτωχών στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 21% κατέχοντας την πρώτη θέση στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ παρουσιάζει σχεδόν διπλάσιο ποσοστό φτωχών μισθωτών(14%) έναντι του αντίστοιχου μέσου κοινοτικού, αν και καταγράφει το 1/4 του ευρωπαϊκού ποσοστού της μερικής απασχόλησης, η οποία συνιστά βασικό παράγοντα για την ανάπτυξη της νέας φτώχειας.
Αυτό το στοιχείο αναδεικνύει και το πάγιο πρόβλημα των χαμηλών αμοιβών για την πλήρη απασχόληση, που, σε συνδυασμό με το ελλειμματικό κοινωνικό κράτος,αναγκάζει τον εργαζόμενο στην Ελλάδα να απασχολείται τον διπλάσιο σχεδόν χρόνο συγκριτικά με τη Γερμανία για να καλύψει τις ίδιες ανάγκες, σε βάρος του ελεύθερου χρόνου και της ποιότητας ζωής γενικότερα. Και όλα αυτά πριν από την κρίση.
Γενίκευση της φθηνής εργασίας
* Βλέπουμε καθημερινά μια γενίκευση των μέτρων που προωθούν την ευέλικτη εργασία με την επίκληση της οικονομικής κρίσης και του περιορισμού των απολύσεων. Πώς γίνεται να προτείνονται τα ίδια ακριβώς μέτρα, όπως κατά την περίοδο της λεγόμενης "ανάπτυξης";
Η πίεση για την ανάπτυξη της ευελιξίας της εργασίας έχει δρομολογηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Γι' αυτό, άλλωστε, και νομοθετήθηκε μέσα στις δύο αυτές δεκαετίες μια μεγάλη ποικιλία μέτρων σε όλο το φάσμα της ευέλικτης απασχόλησης, του ευέλικτου εργάσιμου χρόνου και των ευέλικτων αμοιβών. Η πίεση και η επιρροή των νεοφιλελεύθερων δοξασιών απαιτούσε την περαιτέρω μείωση των δαπανών για εργασία σε μια χώρα που ανέκαθεν οι αμοιβές ήταν ιδιαίτερα χαμηλές και η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας ιδιαίτερα υψηλή.
Η προσθήκη της ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις ενισχύει τις πολιτικές επιλογές του κεφαλαίου για νόμιμη φθηνή εργασία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αύξηση και της παράνομης ευελιξίας, όταν η έκδηλη ανεπάρκεια των μηχανισμών ελέγχου της εργατικής νομοθεσίας καλείται να αντεπεξέλθει στον έλεγχο μιας νομοθεσίας περισσότερο σύνθετης, χωρίς κωδικοποίηση και με ένα εργατικό δυναμικό περισσότερο ευάλωτο σε καταστρατηγήσεις δικαιωμάτων από τους εργοδότες.
Εκτός, όμως, από τις αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις στις οποίες οδήγησαν οι ευέλικτες ρυθμίσεις και οι επαναρρυθμίσεις με όρους συνολικής απορρύθμισης, οι διακηρυγμένοι στόχοι του μειωμένου "κόστους εργασίας" κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία.
Η ανταγωνιστικότητα διατηρήθηκε σε θέση ουραγού στην Ένωση σε μια χώρα με τις χαμηλότερες αποδοχές στην Ε15 μαζί με την Πορτογαλία, η ανεργία ανέρχεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση και η κερδοφορία των επιχειρήσεων σε διπλάσια ποσοστά του μέσου ευρωπαϊκού δείκτη, η οποία και δεν κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις. Εύλογο, λοιπόν, το αποτέλεσμα της αύξησης των εισοδηματικών ανισοτήτων κατά την περίοδο της "ανάπτυξης". Οι ίδιες πολιτικές επανέρχονται με αφορμή την κρίση που οι ίδιες δημιούργησαν και επιδεινώνουν τη θέση των εργαζομένων.
Επιβάλλονται μέτρα από τις επιχειρήσεις που αξιοποιούν το θεσμικό πλαίσιο που ήδη ισχύει για να ολοκληρώσουν το έργο που απέμεινε και να άρουν τις τελευταίες αντιστάσεις των εργαζομένων να συναινέσουν σε μια περαιτέρω και ακραία υποβάθμιση της θέσης τους. Ήδη κατά την περίοδο Νοεμβρίου-Μαρτίου έχουν γίνει 17.000 απολύσεις, 3.500 διαθεσιμότητες από επιχειρήσεις των 100 τουλάχιστον εργαζομένων, ενώ 20 αυτής της κατηγορίας έχουν επιβάλει μορφές μερικής απασχόλησης στο προσωπικό τους.
Στις λύσεις αυτές προβαίνουν και εργοδότες που η κρίση είναι το άλλοθι για την επιβολή μέτρων με την απλή, και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη θεσμικά, επίκληση του περιορισμού της δραστηριότητάς τους που μεταφράζεται ακόμη και με την ελάχιστη μείωση των κερδών μετά από μια μακρά κερδοφόρα πορεία. Και βέβαια αυτή τη δυνατότητα παρέχουν μετεμφυλιοπολεμικοί και "εκσυγχρονιστικοί" νόμοι.
Η επιβολή της flexicurity
* Η επιδότηση επιχειρήσεων που περιορίζουν τον χρόνο εργασίας και τους μισθούς των εργαζομένων (π.χ. 4ήμερη εργασία) πιστεύετε ότι είναι ένα προσωρινό μέτρο ή θα γενικευτεί; Τι πρέπει να γίνει για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη;
Οι πρακτικές της 4ήμερης εργασίας δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Είτε με την παγίωσή τους είτε με τη συχνή επάνοδο πλέον σε αυτές με την πρώτη ευκαιρία.
Η επιδότηση των επιχειρήσεων που επιβάλλουν τη μερική απασχόληση παρουσιάζεται ως κοινωνικό μέτρο, που έρχεται να καλύψει το κενό των ισχυόντων νόμων. Παρουσιάζεται ως μορφή της flexicurity με την ενθάρρυνση των εργοδοτών να επιβάλουν ευελιξίες και τη μεταφορά του κόστους μέρους των εισοδηματικών και ασφαλιστικών απωλειών των εργαζομένων στο κοινωνικό σύνολο.
Πρόκειται για πρακτική που ενισχύει τη θέση των επιχειρήσεων που καταβάλλουν τους λιγότερους φόρους στην Ε15 (15% έναντι 47% στη Δανία) επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογσμό και αυξάνοντας τις ανισότητες, όπως συμβαίνει και σε κάθε διεθνή πρακτική που απαλλάσσει και διευκολύνει τους οικονομικά ισχυρούς.
Ο εργατικός και κοινωνικός διαχειριστικός έλεγχος στις επιχειρήσεις που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα νομίζω ότι ειναι η βάση μιας εναλλακτικής πρότασης.
Να ελεγχθούν οι απολύσεις
* Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης; Ποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να κάνουν τα συνδικάτα;
Εκτός από την πρόταση που προανέφερα για τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο με την αξιοποίηση εμπειρογνωμόνων σε επιχειρησιακό και τοπικό επίπεδο λόγω της ευρύτερης κοινωνικής διάστασης που συνεπάγονται οι αποφάσεις των επιχειρήσεων, προστίθενται και άλλες στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, όπως:
Ο έλεγχος των απολύσεων με την καθιέρωση του αιτιολογημένου χαρακτήρα των απολύσεων και την απαγόρευση για την περίοδο της κρίσης των απολύσεων που οφείλονται στο πρόσωπο του εργαζόμενου. Επίσης επιβάλλεται η προστασία των εργαζομένων από τις ομαδικές απολύσεις στις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 20 εργαζόμενους (97% των επιχειρήσεων και 60% της απασχόλησης).
Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται η κατάργηση των αντεργατικών ρυθμίσεων που επιβάλλουν μονομερώς την επιδείνωση της θέσης των εργαζόμενων, η αύξηση σε ύψος και διάρκεια της επιδότησης των ανέργων, η ενίσχυση του ρόλου των μηχανισμών ελέγχου της νομοθεσίας και η καθιέρωση θεσμών εκπροσώπησης των εργαζομένων στις μικρές επιχειρήσεις και όπου υπάρχει έλλειμμα εκπροσώπησης, αφού μόλις στο 2% των ιδιωτικών επιχειρήσεων εκπροσωπείται συλλογικά η εργασία...