Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης δεν είναι πια μαζί μας

Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, βουλευτής του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν είναι πια μαζί μας.

Ο Μιχάλης, μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ, υπήρξε μια συνεπής και νηφάλια φωνή της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Διακρίθηκε για την ανεξαρτησία της γνώμης του, το ανοιχτό μυαλό του, τις ριζοσπαστικές του θέσεις.

Σταθερά προσηλωμένος στις ιδέες της ανανέωσης, της οικολογίας, του ευρωπαϊσμού, υπήρξε πάντα ένας λαμπρός αγωνιστής.

Ηγετικός στέλεχος της ΕΑΡ και μετά του Συνασπισμού, πάλεψε με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια για μια σύγχρονη φυσιογνωμία της Αριστεράς.

Τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΝ θα θυμούνται πάντα τον ευθύ του λόγο, τις πλούσιες γνώσεις του, τη μαχητική του παρουσία. Θα ξέρουν ότι ο Μιχάλης θα είναι πάντα μαζί μας στους δύσκολους δρόμους για μια Αριστερά που πιστεύει στο σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ευρωεκλογές 2009


Σχετικά με την έγγραφη ομολογία του Δημοσίου για χρηματισμό της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ από τα μαύρα ταμεία της Siemens

ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Σχετικά με την έγγραφη ομολογία του Δημοσίου για χρηματισμό της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ από τα μαύρα ταμεία της Siemens, ο Δημ. Στρατούλης, μέλος της Π.Γ. του ΣΥΝ και πρώην μέλος της Διοίκησης του ΟΤΕ σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο της ΕΤ 3 ( Βαγγ. Σπυριδωνίδη), ανέφερε τα εξής:

Το έγγραφο με το οποίο το δημόσιο παρίσταται ως πολιτική αγωγή στην υπόθεση της Siemens, ζητώντας μάλιστα και συμβολική αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστη, αποδεικνύει με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο το κοινό πάρτι που έκαναν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ αγκαλιά με τα μαύρα ταμεία και τα μαύρα λεφτά της Siemens.

Γι αυτό και οι δυο τους, Καραμανλής και Παπανδρέου, πάνε προς τις ευρωεκλογές «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα χωρίς καν να περιμένουν ένα θαύμα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί το λαό και τη νεολαία να ρίξουν στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που πήραν μαύρα λεφτά από τη Siemens τόσο πολύ μαύρο στις ερχόμενες ευρωεκλογές, που ακόμα και οι μαύρες τρύπες του διαστήματος να μοιάζουν πιο άσπρες από το χιόνι.

14-5-2009 ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

Σχετικά με την βίαιη απομάκρυνση από το χώρο του συνεδρίου της ΟΜΕ-ΟΤΕ, του σωματείου των εργαζομένων στα τηλεφωνικά κέντρα του ΟΤΕ

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σχετικά με την βίαιη απομάκρυνση από το χώρο του συνεδρίου της ΟΜΕ-ΟΤΕ, του σωματείου των εργαζομένων στα τηλεφωνικά κέντρα του ΟΤΕ, το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε το εξής σχόλιο:
Καταγγέλλουμε σε όλους τους εργαζόμενους την πλειοψηφία της ΟΜΕ-ΟΤΕ, η οποία μετά την ντροπιαστική συμφωνία της το 2005 για την καρατόμηση όλων των δικαιωμάτων των νεοπροσλαμβανομένων στον ΟΤΕ προχώρησε και σε δεύτερη εχθρική ενέργεια προς τους νέους που εργάζονται σε αυτή την επιχείρηση με επισφαλείς εργασιακές σχέσεις.
Συγκεκριμένα η πλειοψηφία της ΟΜΕ-ΟΤΕ(ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ) με την πολιτική στήριξη και της ΕΣΚ και της ΑΣΕ απέκλεισε με απαράδεκτο τρόπο από το βήμα του συνεδρίου της ομοσπονδίας τους εκπροσώπους του νεοϊδρυομένου σωματείου των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ. Μάλιστα συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ ανέλαβαν να εφαρμόσουν αυτή την απόφαση με ξυλοδαρμό των νέων επισφαλώς εργαζομένων.
Μια μόνο λέξη ταιριάζει σε αυτές τις συμπεριφορές των τραμπούκων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας: ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΝΤΡΟΠΗ(!!!)


ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ 11/5/2009

Εργατικός και κοινωνικός διαχειριστικός έλεγχος στις επιχειρήσεις

.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΖΗ* - Αυγή - Ημερομηνία δημοσίευσης: 06/05/2009

Οι τελευταίες εξελίξεις στην αγορά εργασίας με αφορμή την πρόσφατη οικονομική κρίση και το κλίμα της εκτεταμένης ανασφάλειας που διαμορφώνεται από τις πρακτικές των επιχειρήσεων να απειλούν και να προβαίνουν σε απολύσεις, να επιβάλλουν διαθεσιμότητες, εκ περιτροπής εργασία με τετραήμερη και τριήμερη απασχόληση και την παράνομη επιβολή των υποχρεωτικών αδειών με τη μέθοδο της νομιμοφανούς άδειας χωρίς αποδοχές μετά από... αίτηση των εργαζομένων, γεννούν πρόσθετα ερωτήματα.

Τα ερωτήματα αυτά γίνονται εντονότερα όταν τα φαινόμενα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα μιας πορείας της επιχείρησης που αντιμετωπίζει πρόβλημα βιωσιμότητας, αλλά ενός άλλοθι που συνδέεται με την κρίση προκειμένου να περισταλούν εργασιακά δικαιώματα και να επιβληθούν βλαπτικοί όροι εργασίας μέσα από την αξιοποίηση διατάξεων που υιοθετήθηκαν και κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.

Οι ρυθμίσεις και οι επαναρρυθμίσεις με όρους απορρύθμισης δημιούργησαν ένα νέο νομικό θεσμικό οπλοστάσιο που σε συνδυασμό με τη διατήρηση «επισφαλών» μέτρων του απώτερου παρελθόντος παρέχουν τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να επικαλείται περιορισμό της δραστηριότητάς του και, χωρίς να ελέγχεται ουσιαστικά, να επιβάλλει αντεργατικές πρακτικές ως αναγκαίες λύσεις ακόμη και αν η πορεία επιχειρήσεων των τελευταίων χρόνων συνεπάγεται υψηλή κερδοφορία. Πρόκειται για έμπρακτες εκδηλώσεις της αντίληψης του κεφαλαίου, που συμμερίζονται και οι εκάστοτε κρατούντες, ότι το ποσοστό του καπιταλιστικού κέρδους θεωρείται κεκτημένο σε αντίθεση με τα εργασιακά δικαιώματα.

Πρόσφατα βίωσα από κοντά την εμπειρία μιας διαμάχης στην επαρχία όπου επιχείρηση 60 εργαζομένων προσπαθεί να επιβάλλει υποχρεωτικές άδειες στο προσωπικό, ως έσχατη λύση, λόγω του επικαλούμενου περιορισμού της δραστηριότητάς της και ενώ στους ισολογισμούς των 5 τελευταίων ετών παρουσιάζει έξοδα διοίκησης αντίστοιχα με τα έξοδα... μισθοδοσίας και παρά το γεγονός ότι διατηρεί ιδιόκτητες εγκαταστάσεις! Την ίδια στιγμή ο εργοδότης απαιτεί από τους εργαζόμενους και την τοπική κοινωνία να αποδεχθούν τη βασιμότητα των ισχυρισμών του με το επιχείρημα ότι αυτός υπήρξε πάντοτε αξιόπιστος, στοιχείο που θα πρέπει να θεωρείται αρκετό για να μη χρειάζεται να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.

Στην επίμονη έκκληση του σωματείου για κοινοποίηση των στοιχείων που οδηγούν σε επώδυνες λύσεις για τους εργαζόμενους και την τοπική κλειστή κοινωνία η απάντησή του στηρίζεται στο αξίωμα ότι δεν θέλει «νταβατζήδες» στην επιχείρησή του, ότι δεν μπορεί να δεχθεί ως «συνεταίρους» τους εργαζόμενους, ότι χάνει ουσιαστικά την ιδιότητα του εργοδότη αν κάνει μια τέτοια υποχώρηση αφού συμβολικά θα «εξισώνεται» με το προσωπικό, γεγονός που θα συνιστά... ανεπανόρθωτο πλήγμα στο επιχειρηματικό και προσωπικό του προφίλ.

Σε ότι δε αφορά στις εύλογες αμφιβολίες για την αξιοπιστία του όταν μάλιστα, εκτός από την γενικότερη εικόνα της επιχείρησης, και ο ίδιος, με τους ισολογισμούς που συντάσσει, γεννά σοβαρά αντεπιχειρήματα στους ισχυρισμούς του, η απάντησή του αναφέρεται σε... λάθος (μακρόχρονο;) του λογιστή του, που εξακολουθεί να τον απασχολεί, και που στις επόμενες χρήσεις τα επίμαχα έξοδα θα φροντίσει να «βαφτισθούν» αλλιώς. Έτσι απλά πρόκειται για λογιστικά βαφτίσια και όχι για την ουσία των επίμαχων δαπανών! Σε τελευταία δε ανάλυση ισχυρίζεται ότι, ακόμη και να θέλει να αποκρύψει στοιχεία, μπορεί να το κάνει αφού του το επιτρέπει ο νόμος...! Μια πρακτική ανάμεσα στις τόσες άλλες που ξεχειλίζουν από νόμιμη εργοδοτική αυθαιρεσία στη σημερινή συγκυρία! Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί.

Απαιτούνται, κατ’ αρχήν, στοιχειώδη μέτρα που αν και για τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη μπορεί και να θεωρούνται ακραία, ωστόσο σε συνθήκες καπιταλιστικών σχέσεων δεν συνιστούν παρά ελάχιστες ρυθμίσεις για την αποφυγή της πλήρους διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής που απειλείται με όρους εκτεταμένης φτώχειας. Είναι σκανδαλώδες, άλλωστε, οι νεοφιλελεύθερες εξουσίες να θεσπίζουν τοπικές επιτροπές για την ελαστική διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου ως υποχρεωτικά διαιτητικά όργανα προκειμένου να επιβληθεί η διευκόλυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, ενώ την ίδια στιγμή αφήνουν απροστάτευτη την στοιχειώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια απέναντι στην ασυδοσία του.

Εκτός από την κατάργηση των αντεργατικών διατάξεων, η καθιέρωση θεσμών διαχειριστικού ελέγχου στις επιχειρήσεις που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα για τη λήψη μέτρων που επιδεινώνουν τη θέση της εργασίας, αποτελεί αδήριτη και άμεση ανάγκη. Αυτή, κατ’ αρχήν, περιλαμβάνει την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της εκπροσώπησης της εργασίας στην επιχείρηση (συνδικάτο, συμβούλιο εργαζομένων) με περιεχόμενο διαχειριστικού ελέγχου με τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων κάθε φορά που ο εργοδότης επικαλείται οικονομική στενότητα.

Το έλλειμμα δε της εκπροσώπησης μέσα στην επιχείρηση αναπληρώνει, και σε κάθε περίπτωση ενισχύει, η καθιέρωση θεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε τοπικό επίπεδο (π.χ. Εργατικά Κέντρα, ΟΤΑ) εφόσον η επισφαλής θέση των εργαζομένων αποτελεί ζήτημα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τις τοπικές κοινωνίες που οφείλουν να μεριμνούν και να παρεμβαίνουν για την προστασία των μελών τους.

* Ο Γ. Κουζής είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σκέψεις για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε συνθήκες κρίσης


Αυγή-Ενθέματα

Η οικονομική κρίση είναι και διεθνής και εσωτερική. Σηματοδοτεί την αδυναμία του καπιταλισμού να αναπαραχθεί με τον παλιό τρόπο, δηλαδή τον νεοφιλελεύθερο, που οδήγησε: σε μια έκρηξη ανισοτήτων, σε καταστροφή των εργατικών δικαιωμάτων, σε ένα άνευ προηγουμένου ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, σε μια εκπληκτική διόγκωση του δανεισμού των λαϊκών μαζών από το πιστωτικό σύστημα. Μέσα από αυτήν την πολιτική διαμορφώθηκε και η συμμαχία της αστικής τάξης με στρώματα που κέρδισαν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η συμμαχία αυτή δεν έγινε μόνο με όρους ηγεμονίας, αλλά και με μεθόδους καταναγκασμού. Το πιστωτικό σύστημα δεν λειτούργησε μόνο σαν μοχλός αναδιανομής και αναπαραγωγής του συστήματος αλλά και ως μηχανισμός εξάρτησης και χειραγώγησης των καταχρεωμένων εργαζομένων.

Οι επιπτώσεις στα συνδικάτα

Αυτονόητες λοιπόν είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα κατά την περίοδο άσκησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδίωξε να επιβάλει μια στρατηγική ήττα στα συνδικάτα διότι θεωρεί ότι εμποδίζουν τον δήθεν αυτορρυθμιστικό ρόλο της αγοράς. Ο καπιταλισμός- με τις αλλαγές στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, στη διάρθρωση των επιχειρήσεων, στο μοντέλο των εργασιακών σχέσεων, δημιούργησε σημαντικά εμπόδια στην ενότητα της εργατικής τάξης. Στις προϋποθέσεις αυτές, που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν σαν ανασταλτικοί παράγοντες στις προσπάθειες των συνδικάτων, πρέπει να προστεθεί και η αιχμαλωσία της πλειοψηφίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Αν λοιπόν το σύστημα την προηγούμενη περίοδο κατόρθωσε -σε φάση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης- να γονατίσει την εργατική τάξη και τα δικαιώματά της μπορεί να φανταστεί κανείς το χτύπημα που θα δεχτεί η εργατική τάξη στην σημερινή περίοδο συρρίκνωσης των οικονομιών, αν η ίδια δεν αντισταθεί.

Η Δουλειά των συνδικάτων σε περιόδους ανάπτυξης και σε περίοδο ύφεσης και κρίσης

Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι σε περίοδο κρίσης τα συνδικάτα πρέπει να περιστέλλουν τις διεκδικήσεις τους και να ακολουθούν μια τακτική άμυνας, ώστε απλά να έχουν οι εργαζόμενοι τις λιγότερες δυνατόν απώλειες, ενώ σε περίοδο ανάπτυξης πρέπει να ενισχύουμε το πλαίσιο των διεκδικήσεων μας. Η λογική αυτή δεν είναι σωστή παρότι ο φόβος για τα χειρότερα οδηγεί αρκετούς εργαζόμενους να την αποδέχονται στην πράξη. Μπορεί –και αυτό είναι σωστό- να υπάρχει μια διαφορετική ιεράρχηση των αιτημάτων αλλά όχι εγκατάλειψη τους. Για παράδειγμα η ενίσχυση της ζήτησης, που αποτελεί στοιχείο υπέρβασης της κρίσης πραγματοποιείται και με την στήριξη των θέσεων απασχόλησης αλλά και με την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Η τακτική των συνδικάτων και κατά την περίοδο της κρίσης πρέπει να είναι επιθετική και αυτό πρακτικά σημαίνει διεκδίκηση άμεσων αιτημάτων για σταθεροποίηση και ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων και ταυτόχρονα προβολή εναλλακτικών οικονομικών προτάσεων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ευρύτερες αλλαγές.

Η στάση των Ευρωπαϊκών και των διεθνών συνδικάτων

Το συνδικαλιστικό κίνημα σε Ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο παρ’ ότι είναι μια μεγάλη-οργανωμένη δύναμη δε θέλησε να παίξει το ρόλο του. Η συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών συνδικάτων (ETUC) ακολούθησε μια γραμμή υιοθέτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ευρωπαϊκής ενοποίησης, προσπαθώντας να αποτρέψει τις πιο ακραίες πλευρές. Ανάλογη ήταν η συμπεριφορά της Διεθνούς συνδικαλιστικής οργάνωσης (ITUC). Μοναδική θετική εξαίρεση ήταν η συνεύρεσή τους με το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ. Σήμερα στα πλαίσια της κρίσης φαίνεται ότι δυναμώνει ο κριτικός τους λόγος επιλέγοντας κάποιες μορφές δράσης. Όμως το αποτέλεσμα είναι ασθενέστατο διότι η ίδια η προηγούμενη δράση αυτών των οργανώσεων είχε υποσκάψει τη δυναμική τους.

Το συνδικαλιστικό κίνημα για να μπορέσει σήμερα-στη φάση της οξυμμένης οικονομικής κρίσης-να παίξει ένα σημαντικό ρόλο απαιτείται η αλλαγή προσανατολισμού του με μια τουλάχιστον διακριτή αντινεοφιλελεύθερη γραμμή, η αποκατάσταση της ενότητας του και η ένταση των κινητοποιήσεων. Η πραγματοποίηση πανευρωπαϊκής απεργίας για παράδειγμα αποτελεί μια τεράστιας σημασίας ενέργεια με μεγάλη δυναμική και συμβολισμό.

Τι δρόμο ακολούθησε το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας

Τα ελληνικά συνδικάτα σε αντιδιαστολή με τον υποτονικό χαρακτήρα των συνδικάτων στη βόρεια Ευρώπη είχαν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Αν κρίνουμε από τον αριθμό των απεργιών θα μπορούσε και σήμερα κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο. Όμως η ποσοτική πλευρά χωρίς την ποιοτική δεν οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα. Το συνδικαλιστικό κίνημα σταδιακά μετατράπηκε σε ένα γραφειοκρατικό και συμβιβασμένο κίνημα. Είναι καθοριστική για την εξέλιξη του η στάση της ηγεσίας των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ μέσα στα συνδικάτα, οι οποίες σε συνεργασία με τις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας ενσωματώθηκαν στο σύστημα εξουσίας. Διευκόλυναν το στόχο του κεφαλαίου για τους όρους ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ που ήταν στρατηγική επιλογή και αποδυνάμωσε δραματικά τη θέση της εργατικής τάξης. Σ’ αυτή την στάση δεν υπήρξε αντίβαρο λόγω: της διάσπασης της αριστεράς, των σεχταριστικών επιλογών ενός τμήματος της και της αδυναμίας- λόγω συσχετισμών- της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η αρνητική συμπεριφορά της ηγεσίας των συνδικάτων συνεχίστηκε και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, αφού και σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης η στάση της πλειοψηφίας της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν υποχωρητική με συνέπεια: οι ανισότητες να αυξάνονται, να διευρύνεται το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας μέσα στη μισθωτή εργασία (14% φτωχοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα έναντι 7% στην Ε.Ε.) και να διευρύνεται συνεχώς η αποδιάρθρωση της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια μεγάλη αποστασιοποίηση του κόσμου της εργασίας, ο οποίος σταδιακά έχασε την εμπιστοσύνη του στα συνδικάτα με αποτέλεσμα σήμερα που η κρίση μας δείχνει τα δόντια της να είναι ακόμη πιο εμφανής η αδυναμία τους να παρέμβουν.

Έτσι παρότι σήμερα η εργοδοτική αυθαιρεσία γιγαντώνεται, οι απολύσεις και η εκβιαστική υποαπασχόληση γίνονται καθεστώς στους χώρους εργασίας, τα συνδικάτα κινούνται με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση και με κινήσεις εκτόνωσης.

Η ηγεσία ιδιαίτερα της ΓΣΕΕ δείχνει να έχει παραδοθεί στην ιδέα ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε και περιορίζεται σε κινήσεις που περισσότερο έχουν στόχο να δικαιολογήσουν την αναποτελεσματικότητα της και όχι να την αντιμετωπίσουν.

Ποιό δρόμο πρέπει να ακολουθήσει το συνδικαλιστικό κίνημα

Τα συνδικάτα πρέπει να αποτρέψουν έναν υπαρκτό κίνδυνο. Να περάσει ο νεοφιλελευθερισμός στην περίοδο της κρίσης του, ό,τι δεν μπόρεσε να περάσει, σε βάρος των εργαζόμενων στην περίοδο της ακμής του. Να συντείνει η οικονομική κρίση στην έξαρση της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται τώρα μια μεγάλη προσπάθεια ανασύνταξης με όρους αγωνιστικής ενότητας σε όλη την κλίμακα του συνδικαλιστικού κινήματος. Σ’ αυτή την αναγκαία αγωνιστική ενότητα λειτουργεί καταστροφικά η διασπαστική στάση των δυνάμεων του ΚΚΕ μέσα στα συνδικάτα, πρακτική που πρέπει να καταπολεμηθεί. Σ’ αυτή την προσπάθεια δε χωρούν αποκλεισμοί ακόμη και αυτών των ηγεσιών που έχουν σοβαρότατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι η οικονομική κρίση για να αντιμετωπιστεί απαιτεί ένα πολύ μαζικό και ισχυρό κίνημα αντίστασης και όχι μόνο εστίες αντίστασης των πιο ριζοσπαστικοποιημένων τμημάτων της εργατικής τάξης. Χρειάζεται κυρίως η ενεργοποίηση και η πάλη των από κάτω, που θα τραβά στον αγώνα -σαν ανελκυστήρας -τα στρώματα της εργατικής τάξης που πιέζονται και τείνουν να συντηρικοποιούνται, αλλά χρειάζεται και η πίεση από τα πάνω, ώστε οι ομοσπονδίες και οι τριτοβάθμιες οργανώσεις να ενταχθούν σε ένα σχεδιασμό πλατιάς αγωνιστικής δράσης με ένα αντινεοφιλελεύθερο πλαίσιο εξόδου από την κρίση. Η σκληρή κριτική και η πολεμική στις συμβιβασμένες ηγεσίες πρέπει να συνοδεύονται με συνεχή πρόσκληση κοινής δράσης μέσα από τα συνδικάτα.

Ποια είναι τα εμπόδια σε αυτή την πορεία;

Όσοι θεωρούν και μέσα από την αριστερά ότι τα εμπόδια, για μια ανασύνταξη σε ταξική βάση του συνδικαλιστικού κινήματος, βρίσκονται μόνο εντός του συνδικαλιστικού κινήματος απλά έχουν λάθος ανάλυση.

Δεν προσμετρούν τη διάθεση των μαζών ή τις επιρροές που έχει η εργατική τάξη από την ιδεολογία της αστικής τάξης, αλλά και την αντικειμενική κατάσταση που δημιουργεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και στην θέση και στη συνείδηση της εργατικής τάξης, με μεθόδους και αύξησης και συνάμα συγκάλυψης της εκμετάλλευσης της.

Σήμερα, δυστυχώς, δεν έχουμε ένα αγωνιστικό «βρασμό» της βάσης των εργαζομένων και μια ηγεσία που προσπαθεί να κρατήσει κλειστό το καπάκι. Το «κάθισμα» του συνδικαλιστικού κινήματος είναι οριζόντιο και κάθετο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια των εργαζομένων ιδιαίτερα μέσα στην οικονομική κρίση είναι κακός σύμβουλος, όσον αφορά στην αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων. Συνεπώς ο σχεδιασμός δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη αυτή την κατάσταση, διότι θα είναι ένας σχεδιασμός επί χάρτου.

Οι δυσκολίες φυσικά δεν πρέπει να οδηγήσουν σε ανάσχεση δραστηριοτήτων. Αντίθετα, ο αναγκαίος βολονταρισμός μας πρέπει να τραβά τις μάζες σε μαζική αγωνιστική δράση και όχι σε απομόνωση της όποιας πρωτοπορίας. Η συσπείρωση του κόσμου πρέπει να είναι πάνω στα προβλήματα, στο πώς θα αντιμετωπίσουμε τις απολύσεις, τα κλεισίματα εργοστασίων, την μείωση των μισθών, τις ιδιωτικοποιήσεις, την επισφάλεια στην εργασία, το χτύπημα του ασφαλιστικού.

Οι μορφές πάλης που έχει στο οπλοστάσιο του το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει όλες να αξιοποιούνται. Αρκεί να συσπειρώνουν και να κλιμακώνονται σωστά. Αρκεί να συναποφασίζονται με τους εργαζομένους, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή συμμετοχή τους.

Ξαναβλέποντας το ρόλο των συνδικάτων σήμερα

Η σύνθετη κατάσταση που διαμορφώνεται μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι λογικό να προκαλεί και σύγχυση και διαφορετικές απόψεις και μέσα στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Ορισμένοι μάλιστα συμβολικοποιούν το ρόλο της μη συμμετοχής στα προεδρεία, ως το απόφθεγμα της ταξικής άποψης, δίχως να κατανοούν προφανώς τη διαφορά που έχει η κομματική δραστηριότητα από τη συνδικαλιστική ή έχουν μια φιλική στάση σε ότι εξωθεσμικό κινείται αρκεί να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.

Αυτό επαναφέρει τη συζήτηση -που κατά τη γνώμη μας είναι η ουσία- για το ρόλο των συνδικάτων.

Τα συνδικάτα είναι όργανα πάλης των εργαζομένων. Σ’ αυτά συσπειρώνονται οι πάντες ανεξάρτητα από ιδεολογική- θρησκευτική άποψη, από εθνικές προελεύσεις.

Τα συνδικάτα είναι επίσης εργατικοί θεσμοί που δημιούργησε η ίδια η εργατική τάξη, νομικά κατοχυρωμένοι ώστε να εξασφαλίζεται θεσμικά η διαπραγματευτική τους αρμοδιότητα. Τα συνδικάτα δεν είναι επαναστατικά όργανα της τάξης, ούτε ο ιμάντας μεταβίβασης της γραμμής του κόμματος (του κάθε κόμματος, είτε είναι του δικομματισμού, είτε είναι της αριστεράς).

Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να σέβεται την αυτονομία τους, και με όρους αυτονομίας πρέπει να τα κρίνει. Αλλιώς θα οδηγηθούμε στην σεχταριστική αντίληψη του ΚΚΕ που θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνημα αν δεν το ελέγχει.

Οι αριστεροί συνδικαλιστές συμμετέχουν μέσα στα συνδικάτα και διαχειρίζονται μαζί με άλλους εκλεγμένους συνδικαλιστές τις υποθέσεις των συνδικάτων. Συγκρούονται με διαφορετικές απόψεις και επιχειρούν να εμβολιάσουν τη λειτουργία των συνδικάτων με την συμμετοχή των εργαζομένων, και την πιο πλατιά δημοκρατία, και να ενισχύσουν τον ταξικό και διεκδικητικό τους χαρακτήρα. Τα αντιπροσωπευτικά προεδρεία που είναι εκτελεστικά όργανα μη συνεργασίας είναι αυτά που αποτυπώνουν τον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων στις διοικήσεις και επιτρέπουν την λειτουργία των συνδικάτων χωρίς «προκάτ» συμφωνίες και αποκλεισμούς.

Το πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα δεν είναι ούτε οι διαγραφές σωματείων, ούτε υπάρχει μια ανώμαλη κατάσταση, όπως στο παρελθόν, που θα αλλοίωνε ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων και θα απαιτούσε μια διαφοροποιημένη στάση.

Το πρόβλημα είναι ο προσανατολισμός του και αυτός αντιπαλεύεται μαζί με τους εργαζομένους, μέσα από τα συνδικάτα. Συνεπώς αυτό που χρειάζεται είναι να συμβάλλουμε στην μαζικοποίηση και την αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος, να δουλέψουμε μέσα στα μέλη των σωματείων, μέσα στα όργανα κάθε επιπέδου, ώστε τα συνδικάτα να μην είναι ένας άδειος θεσμός, αλλά ένα πραγματικό κίνημα. Αυτό προϋποθέτει την μαζική δράση των ίδιων των μελών των συνδικάτων. Οι ακτιβισμοί ή τα κινήματα αλληλεγγύης-καθ’ όλα απαραίτητα στις μέρες μας-θα είναι αναποτελεσματικές μορφές αν δεν εξασφαλίζεται ταυτόχρονα η κινητοποίηση των ίδιων των εργαζομένων που σχετίζονται με το κάθε πρόβλημα.

Τα συνδικάτα λοιπόν είναι σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Σε κάθε κρίση υπάρχει και η καταστροφική και η αναγεννητική διάσταση. Χρέος της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι να συμβάλει ώστε η κοινωνική πάλη να έχει νικητές τους εργαζόμενους.

ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΛΥΒΗΣ

Ερώτηση και Αίτηση Κατάθεσης Εγγράφων Π.Λαφαζάνη προς τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών, Μεταφορών

.
Η Κομισιόν αμφισβητεί την κοινοτική νομιμότητα της συμφωνίας Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) και Deutsche Telecom (DT) για την πώληση του ΟΤΕ
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες και δημοσιεύματα του τύπου, ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε κ. Τσαρλς Μακρίβι με προειδοποιητική επιστολή που απέστειλε στην ελληνική κυβέρνηση στις 14/4/09 και η οποία απηχεί τη γνώμη της Κομισιόν, θεωρεί ότι η συμφωνία του ελληνικού Δημοσίου και της Deutsche Telecom για την πώληση του ΟΤΕ, η οποία κυρώθηκε με νόμο από την ελληνική Βουλή, παραβιάζει ρητά την κοινοτική νομοθεσία σε τέσσερα σημεία όσον αφορά την ελευθερία κίνησης κεφαλαίων και την ελευθερία εγκατάστασης.
Επειδή η παρέμβαση της Κομισιόν μπορεί να οδηγήσει σε εξελίξεις ακόμα πιο ευνοϊκές για την Deutsche Telecom και το γερμανικό δημόσιο και ακόμα πιο δυσμενείς για τα ελληνικά συμφέροντα κι απ’ αυτήν την ήδη απαράδεκτη συμφωνία πώλησης του ΟΤΕ.
Ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:
1. Πως σκοπεύουν να αντιδράσουν στην παρέμβαση του κ. Τ. Μακρίβι για να προασπίσουν τα ελληνικά συμφέροντα; Προτίθενται να αντιδράσουν σε νέες πιέσεις, οι οποίες, στο όνομα της προσαρμογής στην Κοινοτική νομοθεσία, αποβλέπουν στο να κάνουν ακόμα πιο επαχθή τη συμφωνία με την DT ή και να πωληθεί νέο πακέτο μετοχών από το Ελληνικό Δημόσιο, ώστε το ποσοστό του να πέσει κάτω από το 5%, για να μην ισχύει η συμφωνία των δύο μετόχων; Σκοπεύουν να ενεργήσουν έτσι ώστε να ακυρωθεί η συμφωνία Ελληνικού Δημοσίου-Deutche Telecom και να επανέλθει, ως όφειλε, ο ΟΤΕ στο Ελληνικό Δημόσιο;
Τέλος παρακαλούμε τους κ.κ Υπουργούς να καταθέσουν άμεσα στη Βουλή το πλήρες κείμενο της προειδοποιητικής επιστολής που απεύθυνε ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς προς την κυβέρνηση σχετικά με την συμφωνία Ελληνικού Δημοσίου- Deutche Telecom
Ο ερωτών και αιτών βουλευτής
Λαφαζάνης Παναγιώτης

Επανεκτιμώντας τον ρόλο των συνδικάτων - Του Αλεκου Καλύβη

.

Αναδημοσίευση απο την Αυγή

Επανεκτιμώντας τον ρόλο των συνδικάτων Του Αλεκου Καλύβη

Η οικονομική κρίση είναι και διεθνής και εσωτερική. Σηματοδοτεί την αδυναμία του καπιταλισμού να αναπαραχθεί με τον παλιό τρόπο, δηλαδή τον νεοφιλελεύθερο, που οδήγησε σε έκρηξη ανισοτήτων, σε καταστροφή των εργατικών δικαιωμάτων, σε ένα άνευ προηγουμένου ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, σε εκπληκτική διόγκωση του δανεισμού των λαϊκών μαζών από το πιστωτικό σύστημα. Μέσα από αυτή την πολιτική διαμορφώθηκε και η συμμαχία της αστικής τάξης με στρώματα που κέρδισαν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η συμμαχία αυτή δεν έγινε μόνο με όρους ηγεμονίας, αλλά και με μεθόδους καταναγκασμού. Το πιστωτικό σύστημα δεν λειτούργησε μόνο σαν μοχλός αναδιανομής και αναπαραγωγής του συστήματος, αλλά και ως μηχανισμός εξάρτησης και χειραγώγησης των καταχρεωμένων εργαζομένων.

Οι επιπτώσεις στα συνδικάτα

Αυτονόητες λοιπόν είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα κατά την περίοδο άσκησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδίωξε να επιβάλει μια στρατηγική ήττα στα συνδικάτα, διότι θεωρεί ότι εμποδίζουν τον δήθεν αυτορρυθμιστικό ρόλο της αγοράς. Ο καπιταλισμός, με τις αλλαγές στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, στη διάρθρωση των επιχειρήσεων, στο μοντέλο των εργασιακών σχέσεων, δημιούργησε σημαντικά εμπόδια στην ενότητα της εργατικής τάξης. Στις προϋποθέσεις αυτές, που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν σαν ανασταλτικοί παράγοντες στις προσπάθειες των συνδικάτων, πρέπει να προστεθεί και η αιχμαλωσία της πλειοψηφίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Αν λοιπόν το σύστημα την προηγούμενη περίοδο κατόρθωσε --σε φάση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης-- να γονατίσει την εργατική τάξη και τα δικαιώματά της μπορεί να φανταστεί κανείς το χτύπημα που θα δεχτεί η εργατική τάξη στην σημερινή περίοδο συρρίκνωσης των οικονομιών, αν η ίδια δεν αντισταθεί.

Η δουλειά των συνδικάτων σε περιόδους ανάπτυξης και σε περίοδο ύφεσης και κρίσης

Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι σε περίοδο κρίσης τα συνδικάτα πρέπει να περιστέλλουν τις διεκδικήσεις τους και να ακολουθούν μια τακτική άμυνας, ώστε απλώς να έχουν οι εργαζόμενοι τις λιγότερες δυνατόν απώλειες, ενώ σε περίοδο ανάπτυξης πρέπει να ενισχύουμε το πλαίσιο των διεκδικήσεων μας. Η λογική αυτή δεν είναι σωστή, παρότι ο φόβος για τα χειρότερα οδηγεί αρκετούς εργαζόμενους να την αποδέχονται στην πράξη. Μπορεί --και αυτό είναι σωστό-- να υπάρχει μια διαφορετική ιεράρχηση των αιτημάτων, αλλά όχι εγκατάλειψή τους. Για παράδειγμα, η ενίσχυση της ζήτησης, που αποτελεί στοιχείο υπέρβασης της κρίσης, πραγματοποιείται και με την στήριξη των θέσεων απασχόλησης αλλά και με την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Η τακτική των συνδικάτων και κατά την περίοδο της κρίσης πρέπει να είναι επιθετική: αυτό, στην πράξη, σημαίνει διεκδίκηση άμεσων αιτημάτων για σταθεροποίηση και ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων και ταυτόχρονα προβολή εναλλακτικών οικονομικών προτάσεων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ευρύτερες αλλαγές.

Η στάση των ευρωπαϊκών και των διεθνών συνδικάτων

Το συνδικαλιστικό κίνημα σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, παρότι είναι μια μεγάλη-οργανωμένη δύναμη, δεν θέλησε να παίξει το ρόλο του. Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) ακολούθησε μια γραμμή υιοθέτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ευρωπαϊκής ενοποίησης, προσπαθώντας να αποτρέψει τις πιο ακραίες πλευρές. Ανάλογη ήταν η συμπεριφορά της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Οργάνωσης (ITUC). Μοναδική θετική εξαίρεση ήταν η συνεύρεσή τους με το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό κοινωνικό φόρουμ. Σήμερα στα πλαίσια της κρίσης φαίνεται ότι δυναμώνει ο κριτικός τους λόγος επιλέγοντας κάποιες μορφές δράσης. Όμως το αποτέλεσμα είναι ασθενέστατο, διότι η ίδια η προηγούμενη δράση αυτών των οργανώσεων είχε υποσκάψει τη δυναμική τους.

Για να μπορέσει σήμερα --στη φάση της οξυμένης οικονομικής κρίσης-- το συνδικαλιστικό κίνημα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, απαιτείται η αλλαγή προσανατολισμού του με μια τουλάχιστον διακριτή αντινεοφιλελεύθερη γραμμή, η αποκατάσταση της ενότητας του και η ένταση των κινητοποιήσεων. Η πραγματοποίηση πανευρωπαϊκής απεργίας, για παράδειγμα, αποτελεί μια τεράστιας σημασίας ενέργεια με μεγάλη δυναμική και συμβολισμό.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας

Τα ελληνικά συνδικάτα, σε αντιδιαστολή με τον υποτονικό χαρακτήρα των συνδικάτων στη Βόρεια Ευρώπη, είχαν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Αν κρίνουμε από τον αριθμό των απεργιών θα μπορούσε και σήμερα κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο. Όμως η ποσοτική πλευρά χωρίς την ποιοτική δεν οδηγεί σε ορθά συμπεράσματα. Το συνδικαλιστικό κίνημα σταδιακά μετατράπηκε σε ένα γραφειοκρατικό και συμβιβασμένο κίνημα. Είναι καθοριστική για την εξέλιξή του η στάση της ηγεσίας των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ μέσα στα συνδικάτα, οι οποίες, σε συνεργασία με τις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας, ενσωματώθηκαν στο σύστημα εξουσίας. Διευκόλυναν το στόχο του κεφαλαίου για τους όρους ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, που ήταν στρατηγική επιλογή, η οποία αποδυνάμωσε δραματικά τη θέση της εργατικής τάξης. Σ' αυτήν τη στάση δεν υπήρξε αντίβαρο λόγω της διάσπασης της Αριστεράς, των σεχταριστικών επιλογών ενός τμήματός της και της αδυναμίας --λόγω συσχετισμών-- της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η αρνητική συμπεριφορά της ηγεσίας των συνδικάτων συνεχίστηκε και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, αφού και σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης η στάση της πλειοψηφίας της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν υποχωρητική. Η συνέπεια ήταν οι ανισότητες να αυξάνονται, να διευρύνεται το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας μέσα στη μισθωτή εργασία (14% φτωχοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα έναντι 7% στην Ε.Ε.) και να διευρύνεται συνεχώς η αποδιάρθρωση της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε μια μεγάλη αποστασιοποίηση του κόσμου της εργασίας, ο οποίος σταδιακά έχασε την εμπιστοσύνη του στα συνδικάτα, με αποτέλεσμα σήμερα, που η κρίση μας "δείχνει τα δόντια της", να είναι ακόμη πιο εμφανής η αδυναμία τους να παρέμβουν. Έτσι, παρότι σήμερα η εργοδοτική αυθαιρεσία γιγαντώνεται, οι απολύσεις και η εκβιαστική υποαπασχόληση γίνονται καθεστώς στους χώρους εργασίας, τα συνδικάτα κινούνται με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση και με κινήσεις εκτόνωσης.

Η ηγεσία ιδιαίτερα της ΓΣΕΕ δείχνει να έχει παραδοθεί στην ιδέα ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε και περιορίζεται σε κινήσεις που περισσότερο έχουν στόχο να δικαιολογήσουν την αναποτελεσματικότητά της, και όχι να την αντιμετωπίσουν.

Ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει το συνδικαλιστικό κίνημα

Τα συνδικάτα πρέπει να αποτρέψουν έναν υπαρκτό κίνδυνο: ο νεοφιλελευθερισμός να επιβάλει στην περίοδο της κρίσης του ό,τι δεν μπόρεσε να επιβάλλει, σε βάρος των εργαζόμενων, στην περίοδο της ακμής του· να συντείνει, δηλαδή, η οικονομική κρίση στην έξαρση της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζεται τώρα μια μεγάλη προσπάθεια ανασύνταξης, με όρους αγωνιστικής ενότητας σε όλη την κλίμακα του συνδικαλιστικού κινήματος. Σ' αυτή την αναγκαία αγωνιστική ενότητα λειτουργεί καταστροφικά η διασπαστική στάση των δυνάμεων του ΚΚΕ μέσα στα συνδικάτα, πρακτική που πρέπει να καταπολεμηθεί. Σ' αυτή την προσπάθεια όμως δεν χωρούν αποκλεισμοί ακόμη και αυτών των ηγεσιών που έχουν σοβαρότατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η οικονομική κρίση, για να αντιμετωπιστεί, απαιτεί ένα πολύ μαζικό και ισχυρό κίνημα αντίστασης, και όχι μόνο εστίες αντίστασης των πιο ριζοσπαστικοποιημένων τμημάτων της εργατικής τάξης. Χρειάζεται κυρίως η ενεργοποίηση και η πάλη των από κάτω, που θα τραβά στον αγώνα --σαν ανελκυστήρας-- τα στρώματα της εργατικής τάξης που πιέζονται και τείνουν να συντηρικοποιούνται· χρειάζεται όμως και η πίεση από τα πάνω, ώστε οι ομοσπονδίες και οι τριτοβάθμιες οργανώσεις να ενταχθούν σε ένα σχεδιασμό πλατιάς αγωνιστικής δράσης με ένα αντινεοφιλελεύθερο πλαίσιο εξόδου από την κρίση. Η σκληρή κριτική και η πολεμική στις συμβιβασμένες ηγεσίες πρέπει να συνοδεύονται με συνεχή πρόσκληση κοινής δράσης μέσα από τα συνδικάτα.

Τα εμπόδια

Όσοι θεωρούν, και μέσα από την Αριστερά, ότι τα εμπόδια για μια ανασύνταξη σε ταξική βάση του συνδικαλιστικού κινήματος, βρίσκονται μόνο εντός του συνδικαλιστικού κινήματος απλώς έχουν λανθασμένη ανάλυση.

Δεν προσμετρούν τη διάθεση των μαζών ή τις επιρροές που δέχεται η εργατική τάξη από την ιδεολογία της αστικής τάξης, αλλά και την αντικειμενική κατάσταση που δημιουργεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και στη θέση και στη συνείδηση της εργατικής τάξης, με μεθόδους και αύξησης και συνάμα συγκάλυψης της εκμετάλλευσης της.

Σήμερα, δυστυχώς, δεν έχουμε ένα αγωνιστικό "βρασμό" της βάσης των εργαζομένων και μια ηγεσία που προσπαθεί να κρατήσει κλειστό το καπάκι. Το "κάθισμα" του συνδικαλιστικού κινήματος είναι οριζόντιο και κάθετο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια των εργαζομένων, ιδιαίτερα μέσα στην οικονομική κρίση είναι κακός σύμβουλος, όσον αφορά στην αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων. Συνεπώς, ο σχεδιασμός δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη αυτή την κατάσταση, διότι θα είναι ένας σχεδιασμός επί χάρτου.

Οι δυσκολίες, φυσικά, δεν πρέπει να οδηγήσουν σε ανάσχεση δραστηριοτήτων. Αντίθετα, ο αναγκαίος βολονταρισμός μας πρέπει να τραβά τις μάζες σε μαζική αγωνιστική δράση, και όχι σε απομόνωση της όποιας πρωτοπορίας. Η συσπείρωση του κόσμου πρέπει να γίνεται πάνω στα προβλήματα, στο πώς θα αντιμετωπίσουμε τις απολύσεις, τα κλεισίματα εργοστασίων, την μείωση των μισθών, τις ιδιωτικοποιήσεις, την επισφάλεια στην εργασία, το χτύπημα του ασφαλιστικού.

Οι μορφές πάλης που έχει στο οπλοστάσιο του το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει όλες να αξιοποιούνται. Αρκεί να συσπειρώνουν και να κλιμακώνονται σωστά. Αρκεί να συναποφασίζονται με τους εργαζομένους, ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή συμμετοχή τους.

Ξαναβλέποντας το ρόλο των συνδικάτων σήμερα

Η σύνθετη κατάσταση που διαμορφώνεται μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι λογικό να προκαλεί και σύγχυση και διαφορετικές απόψεις και μέσα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Ορισμένοι μάλιστα φετιχοποιούν τον ρόλο της μη συμμετοχής στα προεδρεία, ως την κορωνίδα της ταξικής άποψης, δίχως να κατανοούν προφανώς τη διαφορά που έχει η κομματική δραστηριότητα από τη συνδικαλιστική· ακόμα, έχουν φιλική στάση σε ότι εξωθεσμικό κινείται αρκεί να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.

Αυτή η άποψη επαναφέρει τη συζήτηση --που κατά τη γνώμη μας είναι η ουσία-- για το ρόλο των συνδικάτων.

Τα συνδικάτα είναι όργανα πάλης των εργαζομένων. Σ' αυτά συσπειρώνονται οι πάντες, ανεξάρτητα από ιδεολογική ή θρησκευτική άποψη, από εθνικές προελεύσεις. Τα συνδικάτα είναι επίσης εργατικοί θεσμοί που δημιούργησε η ίδια η εργατική τάξη, νομικά κατοχυρωμένοι ώστε να εξασφαλίζεται θεσμικά η διαπραγματευτική τους αρμοδιότητα. Τα συνδικάτα δεν είναι επαναστατικά όργανα της τάξης, ούτε ο "ιμάντας μεταβίβασης" της γραμμής του κόμματος (του κάθε κόμματος, είτε του δικομματισμού, είτε της Αριστεράς).

Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να σέβεται την αυτονομία των συνδικάτων, και με όρους αυτονομίας πρέπει να τα κρίνει. Αλλιώς θα οδηγηθούμε στην σεχταριστική αντίληψη του ΚΚΕ, που θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνημα αν δεν το ελέγχει.

Οι αριστεροί συνδικαλιστές συμμετέχουν μέσα στα συνδικάτα και διαχειρίζονται μαζί με άλλους εκλεγμένους συνδικαλιστές τις υποθέσεις των συνδικάτων. Συγκρούονται με διαφορετικές απόψεις και επιχειρούν να εμβολιάσουν τη λειτουργία των συνδικάτων με τη συμμετοχή των εργαζομένων και την πιο πλατιά δημοκρατία, να ενισχύσουν τον ταξικό και διεκδικητικό τους χαρακτήρα. Τα αντιπροσωπευτικά προεδρεία που είναι εκτελεστικά όργανα μη συνεργασίας είναι αυτά που αποτυπώνουν τον υπαρκτό συσχετισμό δυνάμεων στις διοικήσεις και επιτρέπουν τη λειτουργία των συνδικάτων χωρίς "προκάτ" συμφωνίες και αποκλεισμούς.

Το πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα δεν είναι οι διαγραφές σωματείων, ούτε υπάρχει μια ανώμαλη κατάσταση, όπως στο παρελθόν, που θα αλλοίωνε ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων και θα απαιτούσε μια διαφοροποιημένη στάση.

Το πρόβλημα είναι ο σημερινός προσανατολισμός του: και αυτός αντιπαλεύεται μαζί με τους εργαζομένους, μέσα από τα συνδικάτα. Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται είναι να συμβάλλουμε στην μαζικοποίηση και την αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος, να δουλέψουμε μέσα στα μέλη των σωματείων, μέσα στα όργανα κάθε επιπέδου, ώστε τα συνδικάτα να μην είναι ένας άδειος θεσμός, αλλά ένα πραγματικό κίνημα. Αυτό προϋποθέτει τη μαζική δράση των ίδιων των μελών των συνδικάτων. Οι ακτιβισμοί ή τα κινήματα αλληλεγγύης --καθ' όλα απαραίτητα στις μέρες μας-- θα είναι αναποτελεσματικές μορφές αν δεν εξασφαλίζεται ταυτόχρονα η κινητοποίηση των ίδιων των εργαζομένων που σχετίζονται με το κάθε πρόβλημα.

Τα συνδικάτα λοιπόν βρίσκονται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Σε κάθε κρίση υπάρχει και η καταστροφική και η αναγεννητική διάσταση. Χρέος της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να συμβάλει ώστε η κοινωνική πάλη να έχει νικητές τους εργαζόμενους.

Ο Αλέκος Καλύβης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ